- μνήστειρα
- μνήστειρα και δωρ. τ. μνάστειρα, ἡ (Α)1. γυναίκα την οποία ζητά κάποιος σε γάμο, αρραβωνιαστικιά, μνηστή2. ως επίθ. αυτή που διατηρεί την ανάμνηση γεγονότος ή πράγματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού μνηστήρ < θ. μνησ- (πρβλ. ἔ-μνησ-α, αόρ. τού μνῶμαι*) + επίθημα -τειρα (πρβλ. δότ-ειρα)].
Dictionary of Greek. 2013.